ἀποπιέζω

ἀποπιέζω
ἀπό-πιέζω
Ep..
pres subj act 1st sg
ἀπό-πιέζω
Ep..
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποπιέζω — (AM ἀποπιέζω) νεοελλ. 1. πιέζω κάτι για να βγάλω τον χυμό του, στείβω 2. (ως παθ.) πλακώνομαι αρχ. πιέζω δυνατά …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”